- φαβισμός
- ο, Νιατρ. η νόσος κυαμισμός ή κυάμωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. favism < ιταλ. fava (< λατ. faba, βλ. φάβα) + κατάλ. -ism (βλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαβισμός — ο (ιατρ.), το σύνολο των παθολογικών φαινομένων από δηλητηρίαση με χλωρά κουκιά, η κυάμωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)